- προηγητικός
- -ή, -όν, Α [προηγοῡμαι]1. αρχικός, βασικός, θεμελιώδης2. προηγούμενος3. αυτός που αναφέρεται στην προήγηση, στην επιτολή αστέρα.επίρρ...προηγητικῶς, Ακατ' αρχάς, αρχικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προηγητικαί — προηγητικός going before fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηγητικῆς — προηγητικός going before fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηγητικήν — προηγητικός going before fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηγητικῶς — προηγητικός going before adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηγητικάς — προηγητικά̱ς , προηγητικός going before fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)